- κομψοτέχνημα
- bijou
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κομψοτέχνημα — το κομψό έργο τέχνης ή βιομηχανικής παραγωγής 2. χαρακτηρισμός καλλιτεχνήματος ή αντικειμένου πρακτικής χρήσεως επεξεργασμένου με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + τέχνημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κομψοτέχνημα — το, ατος 1. κομψό προϊόν τέχνης, μπιμπλό. 2. χαρακτηρισμός κάθε λεπτοφτιαγμένου αντικειμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριστοτέχνημα — το 1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ελεφαντούργημα — το κομψοτέχνημα από ελεφαντόδοντου … Dictionary of Greek
ζαριφλίκι — το [ζαρίφης] 1. κομψοτέχνημα 2. κομψότητα … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
καλλιτέχνημα — το (Μ καλλιτέχνημα) [καλλιτεχνώ] το καλλιτεχνικό δημιούργημα, το έργο τέχνης νεοελλ. καθετί που έχει δουλευτεί με καλαισθησία, το κομψοτέχνημα … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
λεπτοτέχνημα — το καλλιτέχνημα που είναι επεξεργασμένο με μεγάλη λεπτότητα, λεπτούργημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτοτεχνήματα από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λεπτούργημα — το λεπτοτέχνημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτουργῶ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτουργήματα από το 1844 στον Ι. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek